εἰσορᾶς

εἰσορᾶς
εἰσορᾶ̱ς , εἰσοράω
look into
pres ind act 2nd sg (doric)
εἰσορᾶ̱ς , εἰσοράω
look into
pres ind act 2nd sg (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εἰσορᾷς — εἰσοράω look into pres subj act 2nd sg εἰσοράω look into pres ind act 2nd sg (epic) εἰσοράω look into pres subj act 2nd sg (epic) εἰσοράω look into pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσορᾶις — εἰσορᾷς , εἰσοράω look into pres subj act 2nd sg εἰσορᾷς , εἰσοράω look into pres ind act 2nd sg (epic) εἰσορᾷς , εἰσοράω look into pres subj act 2nd sg (epic) εἰσορᾷς , εἰσοράω look into pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισορώ — εἰσορῶ και ἐσορῶ ( άω) (Α) 1. βλέπω μέσα, παρατηρώ με προσοχή, ατενίζω («εἰσορόων Τρώων πόλιν», Ιλ. Θ.) 2. βλέπω κάποιον να μπαίνει ή να παραμένει σ έναν τόπο 3. (με μτχ.) αντιλαμβάνομαι κάτι («ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῡ» μέ βλέπεις ότι φεύγω) 4.… …   Dictionary of Greek

  • λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… …   Dictionary of Greek

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”